εξογκώ — (I) έω ἐξογκῶ (Α) σχηματίζω όγκο, είμαι εξογκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ογκώ (< όγκος)]. (II) όω ἐξογκῶ (AM) βλ. εξογκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. εξογκώ (I)] … Dictionary of Greek
εξογκώνω — (AM ἐξογκῶ, όω) 1. αυξάνω τον όγκο κάποιου, πρήζω, φουσκώνω («ἐξογκοῑ τὰς παρειάς», Τζέτζ) 2. μέσ. υπερηφανεύομαι νεοελλ. παρουσιάζω κάτι εξογκωμένο, υπερβολικά μεγαλύτερο ή σπουδαιότερο από ό,τι πραγματικά είναι … Dictionary of Greek
εξόγκωμα — το (AM ἐξόγκωμα) [εξογκώ] ό,τι έχει σχηματιστεί από εξόγκωση ή ανύψωση νεοελλ. πρήξιμο … Dictionary of Greek
εξόγκωση — η (AM ἐξόγκωσις) [εξογκώ] 1. αύξηση τού όγκου 2. μεγαλοποίηση, το να παρουσιάζεται κάτι ως μεγαλύτερο ή σοβαρότερο από ό,τι πραγματικά είναι νεοελλ. το σημείο που έχει εξογκωθεί … Dictionary of Greek
θύμωμα — (I) το (Α θύμωμα) [θυμώ (I)] η οργή, ο θυμός. (II) το ιατρ. σπάνιος πρωτοπαθής όγκος τού θύμου αδένα που θεωρείται πάντοτε κλινικώς κακοήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thymoma < thymo (πρβλ. θύμος) + ma κατά τα ελλ. μεταρρηματικά παρ … Dictionary of Greek
προσεξογκώ — όω, Μ [ἐξογκῶ] εξογκώνω … Dictionary of Greek
συνεξογκώ — όω, Μ [ἐξογκῶ] εξογκώνω μαζί ή εκ παραλλήλου … Dictionary of Greek